δακνηρόν

δακνηρόν
δακνηρός
biting
masc acc sg
δακνηρός
biting
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δακνηρός — δακνηρός, ά, όν (Α) 1. ο δηκτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δακνηρόν η δηκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκνω (πρβλ. οδυνηρός). Το επίθετο χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία και προσδιορίζει ό,τι προκαλεί ψυχικό πόνο, οδύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”